εγγυητήριος

εγγυητήριος
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εγγύηση
2. το ουδ. ως ουσ. το εγγυητήριο
η πράξη ή το έγγραφο με το οποίο εγγυάται κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εγγυητήριον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”